4 Φεβρουαρίου, 2022
Υπογονιμότητα ονομάζεται η αδυναμία ενός ζευγαριού να συλλάβει μετά από 12 μήνες ελεύθερων σεξουαλικών επαφών. Για να επιτευχθεί εγκυμοσύνη, το ζευγάρι πρέπει να έρχεται σε σεξουαλική επαφή κατά τη διάρκεια των γόνιμων ημερών το εμμηνορρυσιακού κύκλου της γυναίκας, δηλαδή λίγες μέρες πριν και κατά τη διάρκεια της ωορρηξίας.
Ως πρωτογενής υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία ενός ζευγαριού να συλλάβει, όταν δεν έχει συλλάβει ποτέ ενώ σαν δευτεροπαθής, όταν έχει επιτευχθεί στο παρελθόν εγκυμοσύνη, ανεξάρτητα από την έκβαση της.
Το ποσοστό των υπογόνιμων ζευγαριών αυξάνει συνεχώς τα τελευταία χρόνια,από 8,5% το 1982 έφθασε περίπου 24-26% σήμερα και η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως στο γεγονός ότι οι σημερινές γυναίκες επιδιώκουν την τεκνοποίηση σε μεγαλύτερη ηλικία από τις αντίστοιχες του 1982.
Η υπογονιμότητα μπορεί να οφείλεται σε περισσότερους από έναν παράγοντες. Ορισμένα αίτια υπογονιμότητας είναι εύκολο να αναγνωρισθούν και να θεραπευτούν, ενώ κάποια άλλα όχι.
Γενικότερα, η αιτία της υπογονιμότητας στο 8% των περιπτώσεων οφείλεται σε ανδρικό παραγοντα, στο 37% σε γυναικείο, ενώ στο 35% και στους δυό συζύγους. Τέλος σε ένα ποσοστό 26%, των υπογόνιμων ζευγαριών δε θα αναγνωριστεί κανένα αίτιο (ανεξήγητη υπογονιμότητα).
Στους άνδρες η υπογονιμότητα είναι αποτέλεσμα διαταραχών στην ποιότητα και την ποσότητα του σπέρματος, με συνέπεια να παράγεται σπέρμα χαμηλής ποιότητας ανίκανο να γονιμοποιήσει φυσιολογικά το ωάριο της συντρόφου. Μπορεί να είναι οφείλεται σε φλεγμονές (προστατίτιδα, ορχίτιδα), γενετικές ανωμαλίες (π.χ. κρυψορχία), τραυματισμούς στα γεννητικά όργανα, απόφραξη των σπερματικών πόρων, ορμονικές διαταραχές, ανοσολογικούς παράγοντες, παρατεταμένη έκθεσης σε υψηλές θερμοκρασίες (κιρσοκήλη) και καθημερινών συνηθειών (κάπνισμα, αλκοόλ).
• Διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας: Μπορεί να προκαλούνται από ποικίλα αίτια, όπως σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, ενδοκρινολογικές διαταραχές κ.α.
• Διαταραχές των σαλπίγγων: Συνήθως απόφραξη από συμφύσεις ή φλεγμονές, χειρουργική αφαίρεση των σαλπίγγων.
• Παθήσεις της μήτρας: Ενδομητρικοί πολύποδες, ινομυώματα, ανατομικές ανωμαλίες της κοιλότητας της μήτρας.
• Ενδομητρίωση.
• Διαταραχές του τραχήλου: Στένωση, ενδοτραχηλικοί πολύποδες.
• Γενετικές και χρωμοσωμικές ανωμαλίες.
• Ανοσολογικά αίτια.
• Μεγάλη ηλικία της υποψήφιας μητέρας: μετά τα 40 μειώνεται σημαντικά η ικανότητα της γυναίκας να συλλάβει.
• Άλλα αίτια που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής (άγχος, κάπνισμα, αλκοόλ), κ.α.
Η ηλικία του ζευγαριού αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα. Σε υγιή, νεαρά ζευγάρια, η πιθανότητα σύλληψης σε κάθε κύκλο της γυναίκας είναι περίπου 25%. Μετά από την ηλικία των τριάντα περίπου ετών οι πιθανότητες σύλληψης αρχίζουν σταδιακά να μειώνονται. Σημαντική μείωση παρατηρείται μετά από την ηλικία των 35 ετών. Ταυτόχρονα μετά τα 35 έτη είναι επίσης πολύ πιο πιθανό να έχουν τα παραγόμενα ωάρια χρωμοσωμιακά προβλήματα, με επακόλουθο να αυξάνονται σταδιακά τα ποσοστά αποβολής.
Η απόφαση για την έναρξη της διερεύνησης ενός ζευγαριού εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Καθοριστικό ρόλο παίζουν η ηλικία της γυναίκας και το χρονικό διάστημα που προσπαθεί το ζευγάρι για την επίτευξη μιας εγκυμοσύνης.
Η διερεύνηση αρχίζει συνήθως όταν μετά από ένα χρόνο συστηματικών σεξουαλικών επαφών, χωρίς τη χρήση αντισυλληπτικών μέσων, το ζευγάρι δεν έχει καταφέρει να συλλάβει. Το χρονικό διάστημα της αναμονής μειώνεται στους έξι μήνες σε γυναίκες άνω των 35 ετών, ενώ σε περιπτώσεις γυναικών άνω των 40 ο έλεγχος αρχίζει αμέσως χωρίς καθυστέρηση.
Ο βασικός έλεγχος ενός υπογόνιμου ζευγαριού, θα πρέπει να περιλαμβάνει:
• Φυσική εξέταση.
• Ιατρικό ιστορικό.
• Συζήτηση σχετικά με το χρόνο και τη συχνότητα των σεξουαλικών επαφών.
• Έλεγχος σπέρματος.
• Έλεγχος ωοθυλακιορρηξίας.
• Εξετάσεις για τον έλεγχο της μήτρας και της βατότητας των σαλπίγγων (υστεροσαλπιγγογραφία, υπερηχογράφημα, υστεροσκοπική, λαπαρασκοπιση ).
Ο βασικός έλεγχος μπορεί να ολοκληρωθεί σύντομα και θα καθορίσει αν θα απαιτηθεί περαιτέρω διερεύνηση του ζευγαριού.
Η ανάλυση σπέρματος παίζει βασικό ρόλο στην εξέταση του άνδρα. Μπορεί να χρειαστεί να γίνει περισσότερες από μία φορές. Το σπέρμα προσλαμβάνεται με αυνανισμό και ελέγχεται στο εργαστήριο.
Οι παράμετροι που εξετάζονται είναι:
• Ο αριθμός των σπερματοζωαρίων.
• Η μορφολογία τους.
• Η κινητικότητα τους.
• Η παρουσία ενδείξεων λοίμωξης.
Ο άνδρας μπορεί να χρειασθεί να παραπεμφθεί σε ειδικό ουρολόγο, για τη διερεύνηση και αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων.
Ο βασικός έλεγχος για τη γυναίκα ξεκινάει με το ιατρικό ιστορικό και τη φυσική εξέταση. Το ιατρικό ιστορικό θα πρέπει να περιλαμβάνει:
• Ιστορικό κυήσεων (σε περιπτώσεις δευτεροπαθούς υπογονιμότητας).
• Περιγραφή των χαρακτηριστικών του κύκλου.
• Ιστορικό λοιμώξεων.
• Χρήση αντισύλληψης.
• Σεξουαλικές επαφές: Μη συχνές επαφές ή έντονη δυσπαρεύνεια (πόνος κατά την επαφή) μπορούν να επηρεάσουν τη γονιμότητα.
• Ατομικό ιστορικό: Χρόνιες παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, οι παθήσεις του θυρεοειδή, η υπερανδρογοναιμία κ.α., μπορούν να προκαλέσουν ανωοθυλακιορρηξία και υπογονιμότητα.
• Χειρουργικό ιστορικό: Επεμβάσεις στην κοιλιά ή την πύελο μπορεί να έχουν οδηγήσει στο σχηματισμό συμφύσεων και να επηρεάζουν τη βατότητα των σαλπίγγων.
• Προηγούμενες θεραπείες υπογονιμότητας.
• Οικογενειακό ιστορικό: Γενετικά και ενδοκρινολογικά προβλήματα, όπως η πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια (πρώιμη εμμηνόπαυση), θα πρέπει να ελέγχονται.
Η εξέταση της γυναίκας μπορεί να περιλαμβάνει μία από τις παρακάτω εξετάσεις:
• Τέστ Παπανικολάου.
• Άμεσο κολπικό παρασκεύασμα και καλλιέργειες.
• Αιματολογικές και ορμονικές εξετάσεις.
• Κολπικό υπερηχογράφημα: Με την εξέταση αυτή απεικονίζονται η μήτρα και οι ωοθήκες και μπορούν να αναγνωριστούν ορισμένες παθολογικές καταστάσεις (ινομυώματα, κύστες, υδροσάλπιγγες κ.α.) που μπορεί να αποτελούν το αίτιο της υπογονιμότητας.
• Υστεροσαλπιγγογραφία: Είναι ακτινολογική εξέταση. Πραγματοποιείται μετά από την έμμηνο ρύση. Με τη βοήθεια ενός λεπτού καθετήρα εισάγεται στη μήτρα μια μικρή ποσότητα σκιαγραφικής ουσίας και στη συνέχεια γίνετε λήψη ακτινογραφιών. Η εξέταση μπορεί να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες για την κατάσταση του εσωτερικού της μήτρας και για τη βατότητα των σαλπίγγων.
• Υστεροσκόπηση: Με την εξέταση επιτρέπει να δούμε το εσωτερικό της μήτρας, με τη βοήθεια ειδικού οργάνου (υστεροσκόπιο) το οποίο μέσω του τραχήλου εισέρχεται στην κοιλότητα της μήτρας. Πέρα από τη διάγνωση, επιτρέπει και την άμεση αντιμετώπιση παθολογικών καταστάσεων (π.χ. ινομυώματα, ενδομήτριοι πολύποδες κ.α.), τα οποία μπορεί να αποτελούν το αίτιο της υπογονιμότητας.
• Λαπαροσκόπηση: Επιτρέπει την επισκόπηση της μήτρας, των ωοθηκών και των σαλπίγγων, αλλά και των υπόλοιπων ενδοκοιλιακών οργάνων, μέσω μιας λεπτής κάμερας, που εισάγεται στην κοιλιά διαμέσου μιας μικρής τομής στον ομφαλό εξετάζονται υπό άμεση όραση η μήτρα, οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες. Με τη λαπαροσκόπηση μπορεί να διαπιστωθεί η παρουσία καταστάσεων όπως η ενδομητρίωση και οι συμφύσεις, που αποτελούν αίτια υπογονιμότητας, και ταυτόχρονα να γίνει και η αντιμετώπιση τους.
Μετά από την ολοκλήρωση του διαγνωστικού ελέγχου, θα αναλυθούν σε κάθε ζευγάρι οι δυνατότητες θεραπευτικής αντιμετώπισης που είναι κατάλληλες για κάθε περίπτωση, όπως επίσης και οι πιθανότητες επιτυχίας που πιθανόν να έχει κάθε μια από αυτές.
Η θεραπεία της υπογονιμότητας εξαρτάται από τα αίτια και περιλαμβάνει πολλούς τρόπους, όπως είναι αλλαγές στον τρόπο ζωής (βελτίωση σωματικού βάρους, διακοπή καπνίσματος, μείωση κατανάλωσης αλκοόλ κ.α.) και στις σεξουαλικές συνήθειες, χορήγηση φαρμάκων (πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας, σπερματέγχυση), χειρουργική επέμβαση και τέλος, εξωσωματική γονιμοποίηση.
Η θεραπεία της υπογονιμότητας είναι αρκετά συχνά κουραστική για το ζευγάρι, χρονοβόρα, πολυέξοδη και συχνά ανεπιτυχής. Η επιλογή του κατάλληλου τρόπου θεραπείας θα εξαρτηθεί σε κάθε περίπτωση, από την αιτία της υπογονιμότητας, αλλά και από τις ιδιαιτερότητες και επιθυμίες του κάθε ζευγαριού.