1 Απριλίου, 2022
Τα λειομυώματα μήτρας (ή ινομυωματα) αφορούν σε καλοήθεις όγκους που αναπτύσσονται στα τοιχώματα της μήτρας της γυναίκας. Πρόκειται για την συχνότερη μορφή όγκων που εμφανίζονται σε γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία.
Τα λειομυώματα της μήτρας δεν είναι απαραίτητο πως θα εμφανίσουν συγκεκριμένα συμπτώματα στην ασθενή. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος για τον οποίο σε πολλές γυναίκες, η διάγνωση των ινομυωμάτων μήτρας γίνεται με καθυστέρηση πάνω στον ετήσιο τακτικό γυναικολογικό έλεγχο.
Τα λειομυώματα (ινομυώματα) της μήτρας αποτελούν τους συνηθέστερους καλοήθεις όγκους του γυναικείου γενετικού συστήματος. Η συχνότητα ανεύρεσης τους σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας κυμαίνεται από 20% έως 40%, ενώ περίπου 20% των υστερεκτομιών στις οποίες οι γυναίκες υποβάλλονται διεθνώς οφείλονται σε λειομυώματα.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα αίτια για την εμφάνιση των λειομύωματων της μητρας. Κάποια λειομυώματα μπορεί να είναι ορμονικής φύσεως και εξαρτώνται άμεσα από τα επίπεδα οιστρογόνων στον οργανισμό της ασθενούς.
Σε άλλες περιπτώσεις η εμφάνιση λειομυώματων αποδίδονται στην κληρονομικότητα και το οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να σχετίζονται με το περιβάλλον και τις απότομες αλλαγές του.
Μερικά ινομυώματα μεγαλώνουν με τη πάροδο του χρόνο ενώ άλλα συρρικνώνονται. Κάποια μπορεί επίσης να μεγαλώσουν γρήγορα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η βασικότερη αιτία εμφάνισης ινομυωμάτων φαίνεται πως είναι η κληρονομικότητα σε συνδυασμό με τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα.
Δεν είναι απαραίτητο ότι τα λειομυώματα θα εκδηλωθούν μέσω συμπτωμάτων, ωστόσο τα συνηθέστερα συμπτώματα όταν εντέλει εμφανίζονται είναι τα εξής:
Σε αρκετές περιπτώσεις η ανεύρεση λειομυωμάτων της μήτρας μπορεί και να σχετίζεται με υπογονιμότητα. Η ένταση των συμπτωμάτων που αναφέρει η γυναίκα εξαρτάται από την αριθμό, το μέγεθος και την ανατομική τους θέση.
Η ταξινόμηση των λειομυώματων γίνετε με βάση την θέση εντοπισμού τους.
Διακρίνονται σε 5 κύριες κατηγορίες:
Αποτελούν το πιο κοινό είδος λειομυώματων. Αναπτύσσονται μέσα στο τοίχωμα της μήτρας. Μεγαλώνοντας παραμορφώνουν, αρχικά, το τοίχωμα (συνήθως όταν ξεπερνούν τα 5 εκατοστά) και μετά ολόκληρη τη μήτρα (ιδίως αν υπερβούν τα 7-8 εκατοστά). Είναι η πιο συνηθισμένη κατηγορία και μπορούν να προκαλέσουν αιμορραγίες, αλλά και προβλήματα γονιμότητας.
Πρόκειται για αυτά που αναπτύσσονται ακριβώς κάτω από τον βλεννογόνο της μήτρας και μεγαλώνοντας προβάλουν μέσα στην ενδομητρική κοιλότητα. Είναι αυτά που συνήθως προκαλούν αιμορραγίες, ιδίως εάν το μέγεθός τους υπερβαίνει τα 2 εκατοστά. Επίσης, ευθύνονται για προβλήματα στη σύλληψη, αλλά και κατά τη διάρκεια της κύησης . Τα περισσότερα από αυτά αφαιρούνται με το χειρουργικό υστεροσκόπιο, υπό την προϋπόθεση ότι πάνω από το 50% του ινομυώματος προβάλει στην ενδομητρική κοιλότητα.
Αναπτύσσονται προς τον ορογόνο, την εξωτερική δηλαδή επιφάνεια της μήτρας. Συνήθως δεν προκαλούν προβλήματα, εκτός και αν αποκτήσουν μεγάλο μέγεθος, πιέζοντας παρακείμενα όργανα.
Βρίσκονται στον τράχηλο της μήτρας και είναι σπάνια.
Μια υποκατηγορία των υποορογονίων και σπανίως των υποβλεννογόνιων λειομυώματων αποτελούν τα έμμισχα λειομυώματα, τα οποία μεγαλώνοντας ξεχωρίζουν από το τοίχωμα της μήτρας και συνδέονται με αυτό μέσω του μίσχου. Καθώς το ινομύωμα αναπτύσσεται, είναι πιθανό να συστραφεί ο μίσχος και να στραγγαλιστούν τα αγγεία που το τροφοδοτούν. Κατά συνέπεια, το ινομύωμα εκφυλίζεται και νεκρώνεται, προκαλώντας έντονο πόνο.
Για τη διάγνωση των ινομυωμάτων χρησιμοποιείται το υπερηχογράφημα, το οποίο εντοπίζει τον αριθμό των ινομυωμάτων, το μέγεθος, αλλά και τη θέση τους στη μήτρα.
Η διαδικασία του υπερηχογραφήματος δεν απαιτεί ιδιαίτερη προετοιμασία από την ασθενή, είναι απόλυτα ασφαλής και καθόλου επίπονη.
Στην περίπτωση που η ασθενής παρουσιάζει πολλαπλά ινομυώματα προεγχειρητικά συνιστάται μαγνητική τομογραφία πυέλου (MRI) με σκοπό την πιο λεπτομερή χαρτογράφησή τους.
Στην περίπτωση που τα ινομυώματα είναι μικρά και ασυμπτωματικά, συνήθως δεν συστήνεται κάποια θεραπεία, εκτός της συχνής παρακολούθησης από τον γυναικολόγο.
Σε αντίθετη περίπτωση, η θεραπεία μπορεί να είναι είτε συντηρητική (ελαφρά παυσίπονα ή ορμόνες) είτε χειρουργική, ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης την οποία υποδηλώνει μία σειρά παραγόντων, όπως είναι το μέγεθος ή η τοποθεσία των ινομυωμάτων.
Κατά τη συντηρητική αντιμετώπιση των ινομυωμάτων μήτρας πραγματοποιείται τακτική υπερηχογραφική παρακολούθηση της ασθενούς και χορηγούνται ελαφρά παυσίπονα ή ορμόνες για την αντιμετώπισή τους. H φαρμακευτική αντιμετώπιση των ινομυωμάτων στοχεύει στην υποχώρηση των συμπτωμάτων και όχι στη θεραπεία τους, καθώς δεν μπορούν να εξαφανιστούν χωρίς χειρουργική παρέμβαση. ΤαGnRH ανάλογα δρουν κεντρικά στον εγκέφαλο προκαλώντας τεχνητή εμμηνόπαυση, με αποτέλεσμα την πτώση των επιπέδων οιστρογόνων που με τη σειρά της οδηγεί στη συρρίκνωση των ινομυωμάτων. Η θεραπεία αυτή δεν αποτελεί μόνιμη λύση καθώς η παρατεταμένη υποοιστρογονική αυτή κατάσταση ελλοχεύει κινδύνους απώλειας οστικής πυκνότητας αλλά και προκαλεί κλιμακτηριακά συμπτώματα. Επίσης, 2-3 μήνες μετά τη διακοπή τους τα οιστρογόνα επανέρχονται στα προηγούμενα επίπεδα και τα ινομυώματα αρχίζουν να μεγαλώνουν. Συνήθως, λοιπόν, χορηγούνται είτε προεμμηνοπαυσιακά για λίγους μήνες έως ότου η επέλθει η εμμηνόπαυση φυσικά, είτε ωςπροεγχειρητική αγωγή για τον έλεγχο της αιμορραγίας και τη συρρίκνωση των ινομυωμάτων που θα διευκολύνει τη χειρουργική προσπέλαση.
Την ινομυωματεκτομή. Απευθύνεται σε γυναίκες που επιθυμούν να διατηρήσουν τη γονιμότητά τους, αλλά η αφαίρεση των ινομυωμάτων κρίνεται αναγκαία. Η μέθοδος ινομυωματεκτομής εξαρτάται από τον αριθμό, το μέγεθος και τη θέση των ινομυωμάτων, αλλά και από την εκπαίδευση του ιατρού. Οι επιλογές είναι οι εξής: